Στον Μαγκάκη της Νάξου 20/9/11

Αρθρο του Γιώργου Ανωμερίτη

Στον Μαγκάκη της Νάξου

του Γιώργου Ανωμερίτη

Σε πολλά από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, νιώθει κανείς την ανάγκη να θέλει να αμυνθεί. Κι η μεγάλη άμυνα σ’ έναν εικονικό κόσμο είναι να μνημονεύει εκείνους, που με την ενεργή ζωή τους στήριξαν ιδέες και ανθρώπινες αξίες σε δύσκολες ώρες και να γράφει.

Ο Γιώργος-Αλέξανδρος Μαγκάκης ήταν ένας άνθρωπος με ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Αγωνιστής από τα νιάτα του στους εθνικούς αγώνες του λαού μας υπήρξε πάνω απ’ όλα πανεπιστημιακός δάσκαλος και οραματιστής. Ήταν ο άνθρωπος της ουσίας του Δικαίου, της πεμπτουσίας της Ελευθερίας, της υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, από τη φύση του ευγενής μα και αντιεξουσιαστικός. Γι’ αυτό και δεν έγινε ποτέ ταπεινός υπηρέτης των εκάστοτε ισχυρών. Εξάλλου πάντα πίστευε και δίδασκε ότι η μεγαλοσύνη του τόπου   στην   αρχαία   Αθήνα   ήταν   συνάρτηση   της   έλλειψης   αυστηρών ιεραρχικών σχημάτων. Η αξία της ελευθερίας για τον Μαγκάκη βρισκόταν στην ηθική και πολιτική βάση του σεβασμού των δικαιωμάτων και της προσωπικότητας του άλλου. Διαλεκτικός και πάντα χαμογελαστός έζησε όλη την εμπειρία της οδύνης των αγώνων της γενιάς του. Φυλακισμένος, βασανισμένος, διωγμένος, καθηγητής μα και “βομβιστής”, υπερασπιστής και κατηγορούμενος, κοινωνικός διεκδικητής, πρόσφερε σημαντικό έργο στους θεσμούς που υπηρέτησε.

Ο Γιώργος-Αλέξανδρος Μαγκάκης υπήρξε κορυφαίος Ευρωπαίος μα πάνω απ’ όλα λάτρης του νησιού του. Την Ελλάδα την ένιωθε μέσα του περισσότερο σαν θάλασσα παρά σαν στεριά. “Απ’ όταν θυμάμαι τη ζωή μου, θυμάμαι τη θάλασσα.” Το βίωμα της θάλασσας ήταν το πρώτο του βίωμα όπως και το βίωμα της προσέγγισης στο νησί, το βίωμα της “αρμονίας του ταξιδιού”. Με τη Νάξο και τις Κυκλάδες δέθηκε με μια παθιασμένη ακατάλυτη αγάπη. Το βίωμα της οικογενειακής του ρίζας, το βίωμα της ιστορίας της Ελευθερίας,  το  γαλάζιο  και  το  φως,  το  βίωμα  της  “γλυκιάς  ώρας”  στην Ποταμιά, τον έκαναν ευτυχισμένο και διψασμένο για ζωή κι αγάπη.

Το τελευταίο του ταξίδι στο νησί ήταν πριν δύο χρόνια, λίγο πριν αρρωστήσει η Άκη, όταν ήρθε για να προλογίσει το “Βυζαντινό Πάρκο Τραγαίας”. Κάποια στιγμή ξέφυγε από την παρέα και κίνησε για την Πορτάρα. Τον πρόφτασα στο μέσο του λιμανιού. “Σ’ αυτά τα μάρμαρα ακούω τον αγέρα να μιλάει τη ντοπιολαλιά μας. Ακούω το βουητό της απέραντης θάλασσας. Τη σοφία των φθόγγων της. Και μέσα απ’ τα μάρμαρα ακούω δυο λέξεις: Θάλασσα, Ελευθερία.” Κάποιος πέρασε δίπλα μας, δεν ήταν ντόπιος και με σεβασμό του είπε: “Καλημέρα δάσκαλε. Σ’ ευχαριστώ που με δίδαξες.” Χαμογέλασε και με το αμήχανα χαμηλόφωνο “σας ευχαριστώ πολύ” κύλησε ένα δάκρυ μνήμης μα και ικανοποίησης.